Κατ' εξαίρεσιν ένα ακόμα απόσπασμα απ' το
"Συγγνώμη, άντρα μου που αγάπησα τον πατέρα σου..."
που κάποτε, κάπως... θα εκδοθεί!
Δεν έχουν γίνει όμως οι τελικές διορθώσεις. Το διαβάζετε όπως γράφτηκε, ΟΤΑΝ γράφτηκε...
*****
.....
Τι να σε κάνω κυρ – Νίκο μου;
Στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα. Αλλά και πάλι, τίποτα δεν είναι σίγουρο. Κι ο παππούς μας από δω παντρεύτηκε το Λενιώ του, παιδιά ήταν ακόμα, κι Έφυγε εκείνη πρώτη και τώρα τον κοιτάζει η νύφη του.
Άστα να πάνε, κυρ – Νίκο μου.
Ψάξε εσύ στο ταβάνι, να μη σε καθυστερώ, κι εγώ θα συνεχίσω να ψάχνω εδώ, γεμίζοντας αυτές τις λεπτές ίσιες γραμμές με μουντζούρες...
«Να πάω να καθαρίσω το σπίτ’ λες αύριο;» με ρώτησε η κουνιάδα μου.
«Δεν ξέρω, Μαρία μου. Προέχει ο παππούς. Αν τον αφήσουμε μόνο του, για να καθαρίσουμε τα σπίτια, το χάσαμε το παιχνίδι! Γιατί; Θα μας κοροϊδέψει το χωριό; Αφού ξέρουν ότι ζούσε μόνος του, ότι αρρώστησε, ότι εμείς τρέχουμε κοντά του, θα μας παρεξηγήσουν;»
«Ε, ξέρω εγώ! Σε ρωτάω. Να μη ρωτήσω;»
«Μη με ρωτάς εμένα. Εσύ που ξέρεις το χωριό και τα έθιμά σας, κάνε ό,τι νομίζεις και ό,τι καλύτερο για τον πατέρα σου».
«Να στρώσω και δυο χαλιά, να μη μας γελάν και τι θα πάθουν; Τα πλένουμε μετά».
«Τι να σου πω, Μαρία μου; Κάνε ό,τι νομίζεις. Όπως αισθάνεσαι. Μη με ρωτάς!»
Τι να συζητήσω τώρα για τα χαλιά;
«Έξω έχει μεγάλη βρέχει!» Λες κι άνοιξαν οι βρύσες τ’ ουρανού! Πάει το περίπτερο πάλι! Πλημμύρισε! Και δεν μπορώ και να πάω να βοηθήσω. Θα μου πεις, «εδώ άλλος πνίγονταν, ο άλλος έλεγε τι άσπρο κώλο έχει!» Εμείς το πάθαμε παππού! Ποιος άλλος; Άλλοι, άλλα έπαθαν. Έτσι πάει η ζωή. Σήμερα κλαίω εγώ, αύριο κλαις εσύ. Σήμερα «έχει βρέχει», που λέει κι ο Απτούλ, αύριο έχει ήλιο.
Μια παραγγελιά, παρακαλώ: Μπορώ να έχω λίγο ήλιο απόψε;
Λυπόσαστε; Δεν σερβίρετε ήλιο τη νύχτα;
Κι εγώ λυπάμαι. Δεν θα ξαναέρθω στο μαγαζί σας. Ήλιο σας ζήτησα και όχι πατσά! Ήλιο... Λίγο… κι ας ήταν μια μερίδα.
Παππού μου, μερίδιο αγάπης δεν θέλησα να κλέψω απ’ τα παιδιά σου. Να προσθέσω θέλησα, αλλά τα μπερδέψαμε. Έφυγε η γιαγιά και μας πήρε η βροχή παραμάζωμα. Τόσος πόνος, πώς να ξεσπάσει; Καμένο το δάσος γύρω, ρίζες ξερές, καμένες, τι να κρατήσει; Θέλει δούλεμα η αγάπη παππού, αλλιώς νεκρώνεται. Παγώνει και πεθαίνει. Τίποτα δεν είναι δεδομένο στις σχέσεις των ανθρώπων. Δεν λέει τίποτα το ίδιο αίμα, όταν δεν ανανεώνεται μ’ ενδιαφέρον και αγάπη. Παγώνει, πήζει και είναι άχρηστο πια. Δεν κάνει για μετάγγιση.
Εγώ παλεύω να προλάβω να είμαι στα όρια των σωστών χρόνων, μα τι να σου κάνει; Όταν έχεις τόσες βαθιές και ανοιχτές πληγές, που ήδη χάνουν αίμα, όσο και να βάλεις, δεν σώζεις ασθενή. Φεύγει.
Απ’ το Νοσοκομείο μας ενημερώνουν για το αίμα. «Χρωστάτε», λέει, «μία φιάλη ακόμα».
Καθίστε καλοί μου, κύριοι! Πίστωση χρόνου δεν κάνετε; Τι το περάσατε το αίμα; Αρνί θα σφάξουμε, να σας το φέρουμε; Το θέμα είναι λεπτό. Αγγίζει την ευαισθησία του άλλου, την στιγμή του, τα μπορώ του και τα θέλω του, την υγεία του. Κάτσε. Με το μαλακό. Σύντομα θα έρθουν και τα άλλα. Ένα ή δύο; Με μπερδέψατε. Δύο βάλατε. Ένα δώσαμε και ένα θα έρθει αύριο ο Μάκης να δώσει. Το βάλατε το τρίτο ή θα; Θα δώσει και ο γιος του στην ανάγκη, αν και δεν πέρασε πολύς καιρός από τότε που έδωσε. Μην πέσουμε όλοι απ’ τα πόδια μας. Πρέπει να έχει και κότσια να δουλεύει. Θα έδινε και ο γιόκας μου, μα έδωσε το παλικάρι μου στα Ελληνικά «Στρατά», για να πάρει εκείνη την διήμερη άδεια, αλλά ακόμα να την πάρει.
Dopamine έψαχνα το μεσημέρι στον «γκούγκλη», που λέει και η blogοπαρέα. Μου έχει κάτσει τόσες μέρες, βλέποντάς την κρεμασμένη εκεί πάνω απ’ το κεφάλι του παππού, τυλιγμένη με αλουμινόχαρτο (είναι λέει και ευαίσθητη. Ντόπα κι ευαίσθητη πάει;). Ήθελα να μάθω τι ρόλο παίζει η δικιά σου (όχι που θα κοιμόμουνα!) Έχω ακουστά (μόνο;) για την ντόπα των αθλητών, τόσες συζητήσεις στα κανάλια για τις Ολυμπιάδες και τα ψεύτικα αποτελέσματα κυπέλων. Άσε την υγεία των αθλητών. Δεν έψαξα όμως εκεί το θέμα. Έψαχνα ντοπαμίνη και θάνατος. Πάλι αθλητές μου έβγαζαν οι πληροφορίες, γυμναστήρια και παιδιά και κάπου βρήκα ότι διεγείρει τον εγκέφαλο, επαναφέρει πολλά πράγματα και ότι παχαίνει.
Να το! Από δω είναι το φούσκωμα και πρήξιμο στο αριστερό χέρι σου παππού!
Άρα θ’ αλλάξει η εικόνα σου. Θα τυλιχθούν τα κοκαλάκια σου καλά και δεν θα φοβάμαι να σε μετακινώ. Απ’ ότι κατάλαβα παππού, κάνει κακό στους νέους η dopamine. Εσένα όμως, αυτή σε βοηθάει και σε κρατάει στη ζωή. Άσε που βοηθάει και στο πάρκινσον!
Ο κυρ – Νίκος κοιτάζει την ούγια της κουβέρτας του. Την έχει απλώσει και ψάχνει τι; Την γωνία, την ούγια, την αρχή ή το τέλος της; Τον αφήνω.
Ωχ! Σηκώνεται πάλι. Έψαχνε τις παντόφλες του ο άνθρωπος. Τι να σου κάνει; Άμα κολλήσεις, κόλλησες!
Βρε, που να’ ναι; Μήπως είναι μεσ’ τα σεντόνια; Μήπως στην κουβέρτα; Που να πήγαν; Μήπως στο κομοδίνο;
Αν δεν ήταν στο ταβάνι κυρ – Νίκο μου, ούτε εδώ γύρω θα είναι.
«Αύριο θα σου φέρουν τα παιδιά άλλες. Θα τους το πω εγώ το πρωί".
«Εσύ όμως, δεν θα είσαι εδώ. Θα φύγεις κι εγώ θα ξεχάσω».
«Δεν θα φύγω κυρ – Νίκο. Εδώ θα είμαι. Κοιμήσου. Είναι νύχτα».
Νύχτα και νύχτα νύχτωσε, ξημέρωσέ με. Άλλο τροπάρι καινούργιο αυτό. Τελειώνοντας ένα θέμα, αρπάζομαι απ’ την τελευταία λέξη. Τα έχω κάνει σαλάτα. Αχ, λογοτεχνία πανάθεμά σε! Πέρνα καμιά βόλτα από δω, να μας κάνεις κανένα μάθημα. Με το αζημίωτο!
Άλλο και τούτο. Με ρώτησε μία κυρία αν φίλεψα τίποτα τις νοσοκόμες. Τι είπατε κυρία μου; Για φακελάκι μιλήσατε; Τι; Τα παίρνουν κι εδώ; Δεν έχω ακούσει κάτι τέτοιο. Εκεί κάτω στην Αθήνα γίνονται αυτά. Ήρθε κι εδώ η ίωση και κόλλησαν και οι νοσοκόμες; Κι αν κολλήσουν και οι καθαρίστριες την ίωση, τι θα κάνουμε; Είμαστε για να ληστέψουμε καμία τράπεζα; Κουκουλοφόρα θα με κάνετε, κυρία μου! Άκου φακελάκι! Έχε χάρη που δεν είχα διάθεση για συζήτηση κυρία μου, αλλιώς θα πιανόμασταν μαλλί με μαλλί εκεί έξω. Θα γέλαγε και το παρδαλό κατσίκι.
Από πού να ήσουνα άραγε εσύ; Από την Αθήνα; Α, εγώ είμαι από χωριό. Στην Ζαγορά γεννήθηκα. Στην αυλή.
Στην αυλή! Αυτό να το θυμάστε και ας είναι ψέμα!
3: 30 π.μ. Άιντε να περνάει η ώρα.
Γράφε, γράφε Αύρα.
Όσο για το βιβλίο «η Όχθη» δεν το κουβαλάω πια μαζί μου. Αδιάβαστο θα μείνει. Δεν θέλω όχθες, ούτε σάλτους.
Κυρ – Νίκο μου, είναι μια αραπίνα μαύρη ερωτιάρα εκεί στην θάλασσα του ταβανιού σου και παίζει ρακέτες. Πρόσεξε όμως μη σε δει ο φίλος της ο αράπης που την συνοδεύει και αλίμονό σου. Σταμάτα να της κλείνεις το μάτι, θα σε πάρει χαμπάρι. Είπαμε: Νησιώτης! Νησιώτης, Σκοπελίτης, αλανιάρης, μη μου πεις μόνο ότι δεν σε προειδοποίησα. Μαύρον θα σε κάνει ο αράπης, κυρ Νίκο μου, κι είσαι και λευκός, πραγματικά λευκός. Κι εγώ είμαι λευκή, αλλά προς την καστανόχρωμη επιδερμίδα, όπως οι περισσότεροι Έλληνες. Εσύ έχεις το λευκό – λευκό χρώμα, εκείνο που άμα το δει ο ήλιος γίνεται κόκκινο σαν της μαϊμούς τον κώλο.
Όχι, για να μη λένε οι νοσοκόμες ότι δεν βοηθάω την κατάσταση που είναι μόνο δύο, για μια ολόκληρη πτέρυγα!
Κύριε άγνωστε κριτικέ μου,
(δεν έχω αποθυμένα με κανέναν συγκεκριμένα), εδώ είναι η διαφορά με μένα.
Γράφω για να βρίσκομαι και να με βρω. Έτσι, βρήκα τι φταίει και αρπάζω την σκυτάλη με λέξεις από το τέλος κάθε παραγράφου. Φταίνε τα πολλά διαλείμματά μου και μετά, γυρίζοντας συνεχίζω από κει που σταμάτησα. Δεν έχω την πολυτέλεια να γράφω με τη ροή και το περιβάλλον που έχουν και γράφουν, ίσως, κάποιοι επαγγελματίες συγγραφείς. Κι έπειτα, εγώ δεν γράφω βιβλίο. Την ώρα μου περνάω. Αν με διαβάσετε ποτέ, κρίν’ τε την ακαλούπωτη γραφή μου, την έλλειψη μόρφωσης, τεχνικής, ακόμα και της φαντασίας μου. Μετρήστε τα πολλά κόματα, την ασυνταξία των φράσεων, τα πολλά ορθογραφικά μου λάθη, ακόμα και τις λιγοστές γνώσεις μου. Εκεί, κι εγώ μαζί σας! Μη κρίνετε όμως τις στιγμές μου, που είναι ιερές.
Κι όσο για το θέμα μου που ξέφυγα απ’ αυτό, κι αυτό πάλι δείχνει πως δεν αντέχω να μιλάω απόψε για τον παππού. Από μακριά και γύρω – γύρω η αγάπη μου. Άλλωστε στη μέση είναι. Με αφορμή αυτόν γράφω.
Νομίζεις, δεν είχα κάτι καλύτερο να κάνω, κύριε κριτικέ μου;
Χοροπήδαγε η καρδούλα μου πάλι σήμερα κύριε κριτικέ μου, και δεν θέλει πολύ να κάνει μπαμ. Ξέρεις, έχω ευαίσθητη καρδούλα εγώ και πρέπει να την προσέχω. Ένας καλός γιατρός αν με εξέταζε, θα έλεγε μακριά από τέτοιες στιγμές η Αύρα. Ανήκει στην κατηγορία ευπαθών ομάδων και πρέπει να προσέχει τις "καταιγίδες", όπως και τον καύσωνα του καλοκαιριού.
Γι’ αυτό κύριε κριτικέ μου, δεν αγγίζω ούτε θέματα του παππού σήμερα, ούτε του κρατάω το χεράκι. Θα του το κρατήσω μόλις ξυπνήσει πάλι.
Κρατάμε δυνάμεις κύριε κριτικέ μου, για να έχουμε. Και έκλαψα μαζί του και σαλτάρισα κι εγώ. Τώρα, σήμερα, στέγνωσα. Έγινα βράχος πάλι.
Και ξέρεις γιατί κύριε κριτικέ μου; Γιατί «πεθαίνω», μου είπε το πρωί ο παππούς κλαίγοντας και γύρισε τον κόσμο μου ανάποδα και εγώ όλων των άλλων.
Γι’ αυτό μη, τζιζ, κύριε κριτικέ μου. Το καλό που σου θέλω, βάλε βαθμό σε κανέναν άλλο συγγραφέα που είναι γνωστός και έχει και τον τίτλο και την δόξα. Εμένα, άσε με καλύτερα στ’ αδιάβαστα.
Γιατί κύριε κριτικέ μου, ξέρεις τι να είναι να μετράς σφυγμούς, να μετράς ανάσες, να κοιτάς την πόρτα να δεις αν έρχεται (όχι το ανέκδοτο που λέει «κοίτα στη γωνία να δεις αν έρχομαι")αλλά η κόρη του, να τον προλάβει, κι αυτή ν’ αργεί;
Ξέρεις τι είναι να κατουριέσαι, όχι μόνο απ’ τον φόβο σου, αλλά γιατί είναι ανάγκη σου, και να μη σ’ αφήνει ένα γέρικο κοκαλωμένο χέρι που σε κρατάει, κι αν τ’ αφήσεις μπορεί να γίνει στάχτη;
Ξέρεις τι είναι να βλέπεις δυο μάτια, που από πράσινα και όμορφα έγιναν κίτρινα και κοιτάζουν προς τα πάνω τον Θεό, σαν τα πουλιά, όταν πίνουν νερό;
Ξέρεις τι είναι να κοιτάς δυο χείλη, που μοιάζουν τόσο με του άντρα σου, να σε μπερδεύουν... και να τα ψάχνεις, αν είναι ζωντανά και να τεντώνεις τ’ αυτιά να πιάσεις τον ήχο της κομμένης του ανάσας;
Τίποτα δεν ξέρεις κύριε κριτικέ μου, γι’ αυτό σε παρακαλώ, μην αγγίζεις το γραπτό μου. Το γράφω για μένα και για καμία συμμετοχή σε διαγωνισμό. Για τους διαγωνισμούς, ας είναι καλά ο φίλος μου ο Νίκος Ντακάκης απ' την Κρήτη, που βγαίνει πάντα πρώτος. Αυτόν να δείτε που κάνετε πως δεν τον βλέπετε και να μιλήσετε γι’ αυτόν στις εφημερίδες σας, να τον μάθει και ο κόσμος. (Τώρα συμπληρώνω και την Γιώτα Στρατή, που κι αυτή σαρώνει τα βραβεία, μέχρι την Κίνα έφτασε η χάρη της και τίμησε την Ελλάδα μας, απλά εγώ δεν την ήξερα τότε, που έγραφα αυτό το βιβλίο).
«Φύγε τώρα που ήρθα. Να μην καθόμαστε και οι δυο».
«Μα…»
Τι μα και ξε μα! Ο παππούς, ενώ του έλεγα «κράτα, κάνε κουράγιο να’ ρθει η κόρη σου», κράτησε ο άνθρωπος, ματαγύρισε πάλι κι άνοιξε τα μάτια και μίλησε κιόλας!
Η καρδιά μου είχε πάει στην φτέρνα, σιγά – σιγά όμως, αλλά μετά, έπρεπε απότομα να ξαναβρεί τη θέση της.
Εύκολο το’ χεις να κάνει βόλτες η καρδιά;
Σοκ στο σοκ, ίσον σέκος.
Τι το σκέφτεσαι Αύρα; Φύγε. Φύγε το γρηγορότερο. Σπίτι σου, πριν σε μαζέψουμε με τα κουταλάκια. Ψάξε στον «γκούγκλη» (έτσι λένε το google οι bloggers) για να βρεις τι είναι η "ντόπα" και μετά κοιμήσου.
«Ξέρεις τι μ’ είπε χθες εμένα ο παππούς;», με ρώτησε η Μαρία, μόλις τον είδα ότι επανήλθε πάλι και ετοιμαζόμουνα να φύγω.
«Θα πας αύριο στην κηδεία;Ναι, του είπα κι εγώ! Θα πάω!»
«Τι λες βρε κορίτσι μου; Κι εγώ πώς να φύγω, αφού σου είπε έτσι; Κι αν το όνειρο είναι σημαδιακό; Κι αν εννοεί την δική του;»
Τι σαν έφυγα; Μου σφηνώθηκε αυτό στο μυαλό, άντε να μου το βγάλεις κι άντε να κοιμηθείς!
Κυρ – Νίκο, με βλέπεις εμένα στο ταβάνι;
Ξέρω. Δεν είμαι όμορφη για να με προσέξεις.
Καλό κορίτσι είμαι, όμως. Αυτό φαίνεται;
Μήπως είδες πουθενά την καρδιά μου;
Απ’ το πάτωμα την μάζεψα νωρίτερα, μα δεν είναι πάλι στην θέση της.
Λες να είναι μαζί με τις παντόφλες τις δικές σου;
Όταν τις βρεις σε παρακαλώ, μη τις φορέσεις πριν τις ψάξεις πρώτα.
Δεν θέλω να πατήσεις την καρδιά μου.
Πού είσαι; Κυρ – Νίκο, δεν πρέπει να πατήσεις την καρδιά μου!
Κάποια αποσπάσματα υπάρχουν κι εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου