Για σένα χόρευαν τα πουλιά, πατέρα...

Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2013

Πόση αγάπη και πόσα σκαλιά;

και πάμε στο Κυρίως, απόψε!
Δε ξεχνιέσαι, έτσι κι αλλιώς! ΑΘΑΝΑΤΟΣ!
Τα δώρα μου στα έφερα πολύ νωρίτερα, έτσι, κι αλλιώς!
Στίγμα μόνο θέλω να δώσω, πως χθες με έκανε φίλη στο Φεισμπουκ το "Γηροκομείο" Βόλου!
Εγώ το ζήτησα αυτές τις μέρες.
...Πήγα στη σελίδα, μα δεν μπόρεσα να κάνω "λάικ", ακόμα!
Στάθηκα σε κείνα τα σκαλιά, είπα να τα μετρήσω, μα έφυγα σαν κυνηγημένη...
Να, τώρα, ώρα μία και 14, θα πάω να "κλέψω" φωτογραφίες!
Όχι, δε θα μετρήσω, ΤΙΠΟΤΑ!
Ποτέ δε "μέτρησα", έτσι κι αλλιώς!
"Αιωνία σου η μνήμη", παππού!
Όντως, πολύ σ' αγάπησα!... όπως και όλοι οι άλλοι!
Ο τρόπος μόνο διαφέρει, όχι το "πόσο"!

Απόσπασμα απ' το: "Για σένα χόρευαν τα πουλιά, πατέρα..."
Εκδόσεις ΗΡΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ - Βόλος



«Με έπιασε ένας σφάχτης στην πλάτη», μαρτύρησε στον άντρα της.
«Θα κρύωσες στο Νεκροταφείο που φύσαγε», έκανε  πρόχειρα τη διάγνωση εκείνος. Τί να πει ο άνθρωπος;

Ούτε εκείνη σχολίασε τίποτα. Τι να πει; «Κάτι δεν πάει καλά; Φοβάμαι;»  Απλά άρχισε να νιώθει έναν απροσδιόριστο φόβο, ένα σφίξιμο, αλλά δεν ήταν ώρα για συζητήσεις κι αποκαλύψεις. Σιωπή επικρατούσε στο αυτοκίνητο, σιωπή ακόμα και στις σκέψεις της.
Έφτασαν κάποια στιγμή στο προαύλιο του Γηροκομείου. Προχώρησαν, πήγαν στο γραφείο, άφησαν τις σακούλες με τα καθαρά ρούχα του παππού κι ό,τι άλλο ήθελαν να αφήσουν τέλος πάντων, για τα άλλα παππούδια. Έτσι κι αλλιώς γι’ αυτούς ήταν αχρείαστα πια, «άλλα παππούδια» δεν είχαν, χαιρέτησαν την κοπέλα στα γραφεία, αφού τής παρέδωσαν τα χαρτιά που τής όφειλαν, και τράβηξαν την ανηφόρα για την παλιά γνωστή πτέρυγα που φιλοξένησε επί ενάμιση περίπου μήνα τον παππού.
Αχ, αυτή η ανηφόρα!  Το σφίξιμο όλο και μεγάλωνε.
Χτύπησαν το κουδούνι, ανέβηκαν τις σκάλες, χαιρέτησαν τις κοπέλες, τις άφησαν το κουτί με τα κοκάκια να κεραστούν, πήραν την ανηφόρα για το δεύτερο όροφο, για το πρώην δωμάτιο του παππού. Μπροστά αυτή, πίσω ο άντρας της που ανέβαινε από πίσω της σκεφτικός.
Κρίμα κι ήταν και γυμνασμένος! Αντί να την προσπεράσει, να ανεβαίνει πέντε πέντε τα σκαλιά σαν χρυσός Ολυμπιονίκης, έσερνε βαριά τα βήματά του, λες κι οι σόλες απ’ τα παπούτσια του είχαν κόλλα από κάτω. Είχε σκύψει το κεφάλι πίσω της, η ματιά του έβλεπε με πόση δυσκολία ανέβαιναν τα παπούτσια της μαζί με τα πόδια της…
Μα ένας όροφος ήταν μόνο! Πόσα να ήταν εκείνα τα σκαλιά; Τελικά ήταν δέκα, δεκαπέντε μαζί με την πλατιά στροφή; Ας ήταν κι είκοσι. Πόση ώρα κάνει να ανέβει κάποιος είκοσι σκαλιά; Χρόνος τής φάνηκε μέχρι να φτάσει της δικιάς μου. Και του δικού μου φαντάζομαι, αλλά εκείνον δεν τον έχω ψυχολογήσει πολύ, γιατί δεν ξενυχτάει μαζί μου τα βράδια. Για τη δικιά μου ξέρω να σας κατατοπίσω. Ο δικός μου δεν κάθεται στο δωμάτιό μου. Πολλές φορές δεν μπαίνει καθόλου, εκτός αν ψάχνει τη δικιά μου. Χτενίζεται και λέει περισσότερα μυστικά με τον καθρέφτη του μπάνιου. Αν τα καταφέρω να αποσπάσω κανένα μυστικό του από το φίλο μου, θα σας το μαρτυρήσω.
Ποιος ξέρει; Τον έχει δει ποτέ να κλαίει; Ειδικά τώρα με τον πατέρα του, που του είχε και μεγάλη αδυναμία;
Κι ο διάδρομος μέχρι να φτάσει, πόσο μακρύς τής φάνηκε εκείνο το βράδυ; Χιλιόμετρα! Σερνόταν. ΄Ομως, όλα φάνταζαν ίδια με την πρώτη ματιά. Άδειος ο διάδρομος, άδεια τα τραπεζάκια, κλειστή η τηλεόραση στη μέση του μεγάλου διαδρόμου. Απόλυτη ησυχία επικρατούσε σε όλο τον όροφο. Όλοι οι γέροντες ήταν χορτάτοι, καθαροί, ήσυχοι. Η φασαρία κι οι φωνές άρχιζαν αργότερα, όταν άνοιγαν οι τηλεοράσεις στα δωμάτια και στο χολ, όταν η γιαγιά δεν άνοιγε το στόμα της κι η νοσοκόμα την θερμοπαρακαλούσε: «Έλα καλή μου! Είναι νόστιμο! Θα έρθει ο γιος σου!»
Η μόνη διαφορά με την τελευταία φορά που επισκέφτηκε την Κλινική, τότε μετά τα μαύρα χιόνια των Χανίων, ήταν ότι οι νοσοκόμες είχαν ξεστολίσει τα χριστουγεννιάτικα. Τίποτα δε θύμιζε γιορτές. Καλύτερα. Τώρα που δεν είχαν πράσινες γιρλάντες οι σιδεριές από τις σκάλες, μπόρεσε να πιαστεί με το δεξί χέρι, να δίνει δύναμη πότε στο ένα πόδι και πότε στο άλλο, ν’ ανέβει επιτέλους αυτή την ατελείωτη σκάλα.
Στο γραφειάκι που ήταν άδειο, γιατί οι κοπέλες έλειπαν σε κάποιο δωμάτιο, προφανώς έκαναν νοσηλεία κι αναγκάστηκε να μπει πιο μέσα -όχι για να κλέψει, αλλά για να αφήσει το κουτί με τα γλυκά- ο σφάχτης έφυγε από την πλάτη κι άρχισε να μεταβαίνει στην καρδιά.
Ποια καρδιά; Αφού την είχε χάσει!
Την πέτρα βρήκε κι εκείνη άρχισε να τη σφυροκοπά ανελέητα.
Το φως από το γραφειάκι αναμμένο, χαρτιά άλλα σκόρπια, άλλα στοιβαγμένα πάνω στο γραφείο της προϊσταμένης και πιο ψηλά πάνω από το κεφάλι της, στον κισσέ, στον πάγκο που ενώνει συνήθως τα ταμεία των τραπεζών με τον πελάτη, ένας μεγάλος τετράγωνος άσπρος φάκελος, έγραφε:
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΠΑΠ.
ΕΤΩΝ 80
ΑΠΕΒΙΩΣΕ …………/09

ΣΟΚ. Φουρνέλο. Διαλύθηκε. Την τίναξαν στον αέρα την πέτρα. Σκόνη έγινε η δικιά μου. Οι σουβλιές έδιναν κι έπαιρναν. Μία πόνο στην πλάτη, εκατό τσιμπιές στην πέτρα. Δεν έδωσε σημασία. Μουρμούρισε μόνο: «Αχ! ο φάκελος του παππού….»
Είχε δει πολλούς φακέλους τόσο καιρό. Ειδικά του κυρίου Δημήτρη που τον είχε γνωρίσει για λίγο και τότε είχε πονέσει, φυσικά όχι τόσο. Όπως και να το κάνεις, κάθε φάκελος ήταν και μια δυνατή σφυριά στο ψαχνό. Πονούσε. Τώρα όμως; Αυτή η σφυριά; Τί παραπάνω είχε απ’ τις τόσες άλλες δυνατές;
Προσπάθησε να την ξεπεράσει, να σταθεί όρθια στα πόδια της, να προχωρήσει.

…Τα κατάφερε, έφτασε στην πόρτα του δωματίου του που ήταν ανοιχτή. Θα ήθελε να ήταν τυφλή εκείνη την ώρα να μην αντίκριζε τόσο απότομα το άδειο κρεβάτι του παππού που ήταν στρωμένο περιμένοντας νέο ασθενή. Αν ήταν τυφλή, δε θα έβλεπε το χαμόγελο του κυρ Γιώργου που έχει εξοικειωθεί με τον ίδιο το θάνατο.
«Δε ‘στα ’πα εγώ πως δε θα ξαναγυρίσ’τι ιδώ;»
Να το, το «δε ‘στα ’πα», για άλλη μία φορά στη ζωή της. Πόσες φορές αλήθεια, δεν το είχε ρωτήσει η ίδια στον εαυτό της;
Τον κοίταξε χωρίς να πει κουβέντα. Πλησίασε στο άδειο κρεβάτι, άρχισε να χαϊδεύει το μαξιλάρι, την κουβέρτα, τα κάγκελα… κάτι παραπλήσιο με κείνο που έκανε εκείνο το Βαρύ απόγευμα στο άδειο κρεβάτι του Νοσοκομείου, μα γεμάτο ίχνη της Τελευταίας Μάχης και της Τελευταίας Στιγμής του παππού. Μετά, την ώρα που στο μπαλκόνι έδιναν βραδινή παράσταση τα πουλιά, εκείνη πρώτη φορά έτυχε να τα δει, κρατώντας σφιχτά αγκαλιά τον άντρα της, χωρίς να τα φωτογραφίσει.
«Κοίτα!» του είπε. Έτσι χόρευαν κάθε μέρα τα πουλιά για τον πατέρα σου! Εγώ τα προλάβαινα μόνο στο «πέταγμα», στην πρωινή παράσταση, λόγω βάρδιας. Τώρα βλέπουμε μαζί την απογευματινή παράσταση. Λέγεται «κούρνιασμα πουλιών» κι η σημερινή βραδινή τους παράσταση, είναι αφιερωμένη αποκλειστικά στον πατέρα σου. Δες τα, πώς κουρνιάζουν…»

«Α, ρε παππού…» τής ξέφυγε.
«Ξικουράσκι, κουρίτσι μ’! Φιβγάτος ήταν!
«……»
Συνήλθε. Συνειδητοποίησε πως είναι στον άλλο θάλαμο… Γύρισε προς το μέρος του, τον πήρε μια σφιχτή αγκαλιά, τον φίλησε, σα να ήταν ένας πολύ δικός της άνθρωπος.
«Αχ, κυρ Γιώργο, να προσέχεις! Να μην ξαναφάς ποτέ κρυφά καραμέλες! Δεν πρέπει!»
Ο κυρ Γιώργος δεν απάντησε.
«Ζουή σι σας, παλικάρι μ’!» είπε δίνοντας το χέρι στον άντρα της, που έμπαινε στο δωμάτιο.
Μα γιατί καθυστέρησε τόσο; Μήπως αυτός είχε περισσότερα εμπόδια να πηδήξει; Απίστευτο! Η δικιά μου τα είχε προσπεράσει όλα εύκολα. Από χρόνο όμως, αν και ποδοσφαιριστής, έφτασε με μεγάλη καθυστέρηση σ’ αυτή τη μαραθώνια διαδρομή των είκοσι μπορεί και τριάντα μέτρων. Απλό βάδην.
«Ευχαριστώ, κυρ Γιώργο! Να είσαι καλά!»
«Αύρα, να πάρω την τηλεόραση ή θα ξαναέρθουμε;» είπε εκείνος και γύρισε την πλάτη, κοιτάζοντας προς το μέρος της τηλεόρασης.
-«Αχ, ποιος είπε πως δεν πρέπει να κλαίνε φανερά οι άντρες;»
«Πάρ’ την!» είπε η δικιά μου.
Κοίταξε γύρω της και τότε είδε πως οι νοσοκόμες είχαν ξεστολίσει το χριστουγεννιάτικο δεντράκι της, είχαν μαζέψει τα φωτάκια, τις γιρλάντες, τα κόκκινα φιογκάκια, ανακουφίστηκε. Ήταν σίγουρη πως οι κοπέλες έκαναν αυτό που τους παρήγγειλε, όταν έφευγαν για το Νοσοκομείο εκείνη τη νύχτα, μετά τα Χάνια και τα μαύρα χιόνια.
«Αν αργήσουμε να γυρίσουμε και ξεστολίσετε κορίτσια, τα στολίδια μου τα χαρίζω σ’ αυτό το δωμάτιο. Βάλτε τα σε ένα ξεχωριστό κουτάκι…», έλεγε τότε, κλαίγοντας.

Τί παράξενο! Έκλαιγε τότε και τώρα στεκόταν βράχος μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο! Δύο βράχοι σε ένα μόνο δωμάτιο; Πώς χώρεσαν; Καλά! Ο ένας ήταν άντρας! Η άλλη; Πόσο την είχε επηρεάσει η πέτρα που γνώρισε στο Νοσοκομείο και τη σκλήρυνε τόσο;
Ωστόσο, γκαπ! γκουπ! οι σουβλιές στην πλάτη πάλι έδιναν κι έπαιρναν. Λες και βάλθηκαν να σπάσουν την πέτρα. ΄Ομως έκανε το κορόιδο. Κάτι σαν το: «Χτύπησε κανείς;» και κάθεσαι… Δεν τρέχεις ν’ ανοίξεις.
Αχ, αυτά τα ρεύματα!
Πήραν την τηλεόραση πάλι, μόνο και μόνο επειδή ήταν του Τάσου, του φαντάρου. Την είχαν δανειστεί απ’ το δωμάτιό του τώρα που έλειπε στο Στρατό. Δεν υπολόγιζαν να μείνει τόσο καιρό στην Κλινική ο παππούς. Διαφορετικά, ευχαρίστως θα την άφηναν στο δωμάτιο ή θα αγόραζαν μια καινούργια, αν κι ο κυρ Γιώργος δεν ήθελε τηλεόραση. Τον ενοχλούσε και την έκλεινε νωρίς. Άλλωστε αυτός έβλεπε όποτε ήθελε στο διάδρομο, γιατί ήταν γερός κι όρθιος, όπως έλεγε.

-«Κάπως έτσι γρήγορα φεύγουν οι διαρρήκτες, όπως έφυγαν αυτοί…»
Στο φεύγα βρήκαν και τις κοπέλες, μίλησαν, ήταν πολύ συγκινημένες. «Τον είχαν αγαπήσει τον Τάσο».
-«Ποιος δεν τον αγάπησε, κορίτσια;»
Μα πόσο κοντά βρισκόταν; Δύο βήματα μέχρι τ’ αμάξι! Ποιες σκάλες και ποια μέτρα;
Στ’ αμάξι σιωπή και βουβαμάρα. Τί κι αν ήταν δύο; Ποιος είπε πως και χίλιοι να ήταν, δε θα ήταν μόνοι τους; Ο δικός μου φόρεσε τη λογική και την ψυχραιμία του. Η δικιά μου έκρυβε τη φασαρία που γινόταν στα νταμάρια. Μόνο που μόρφαζε σε κάθε τράνταγμα κι έσφιγγε τα δόντια.
«Τί έχεις; Πονάς ακόμα; Να σε πάω στο Νοσοκομείο;»
Άτιμε, προδότη καθρέφτη που μαρτύρησες την γκριμάτσα της!
-«Άκου καθρέφτες στ’ αυτοκίνητα! Πού ακούστηκε;»
«Όχι! Πάμε σπίτι μας! Θα περάσει. Θα τριφτώ με την αλοιφή που καίει. Σφάχτης είναι, θα περάσει».

1:29

Γύρισα... με κομμένα τα πόδια. Δεν το περίμενα να ματώνει τόσο. Μόνο δυο φωτογραφίες μπόρεσα να κλέψω. Το σήμα της σελίδας "Γηροκομείον Βόλου" και τα σκαλιά. Εκεί σκόνταψα και έφυγα...
Λίγες φορές πήγα εκεί. Μετρημένες. Μέχρι το ποτάμι, αμέτρητες. Και σε θάλασσες και σε βουνά, σ' έκλαψα, σου μίλησα, σου φώναξα, σε μάλωσα, σε ρώτησα... τι σημασία έχει;

Με λίγα λόγια, κάθε Γηροκομείο, πόσο μάλλον αυτό, το θεωρώ Ιερό Εκκλησίας!
Τίποτ' άλλο!
Εύχομαι να μπορούν εκεί, να συνεχίζουν το Ιερό έργο τους!
Όσο για μένα, ελπίζοντας πως θα "γιατρευτώ" κάποτε απ' τις αναμνήσεις μου, εκεί, ελπίζω κάποτε, να μπορώ να γίνω εθελόντρια Εκεί, και να δίνω χαρά σε όσους και όσες την χρειάζονται!
Καλά είναι τα γερόντια να ζουν μαζί με τα παιδιά τους, μα Αν - Όχι, αυτοί οι χώροι θέλουν στήρηξη!
Πολλά είπα!
Πού να βρω το άλλο απόσπασμα, τώρα;
Πρέπει!

1:45 (Βρήκα!)




Το θέμα της Κλινικής προέκυψε το Νοέμβρη. Τότε τις έψαξε ο γιος σου όλες, ενώ εγώ ήμουν πάλι μαζί σου στο Νοσοκομείο. Όλες ζητούσαν του κόσμου τα λεφτά, χωρίς να προσφέρουν τα στοιχειώδη του Γηροκομείου: Παθολόγο, καρδιολόγο, φυσικοθεραπευτή, πλήθος νοσοκόμων, καλά φαγητά, ακόμα και καφέ, σύμβαση με έκτακτους γιατρούς άλλων ειδικοτήτων -όπως χρειάστηκες για την πληγή στο αυτί σου κι έφεραν δερματολόγο- κουρέα, μπάνια, καθαριότητα, πλύσιμο ρούχων, άλλαγμα ανά τέσσερις ώρες, στενή επαφή με τους συγγενείς, πραγματικές προσφορές για όλο τον κόσμο, πλούσιους και φτωχούς.
Έτσι αξίζει σε κάθε άνθρωπο γερασμένο κι άρρωστο. Αξιοπρεπείς συνθήκες. Δε συζητάω για τους υγιείς του Γηροκομείου, που κατέληξαν εκεί, ελλείψει απογόνων ή επειδή τα τέκνα τους αδιαφορούν γι’ αυτούς. Μιλάω για την Κλινική του Γηροκομείου, για τους κλινήρεις, άρρωστους γέροντες που λίγος κόσμος ξέρει το πραγματικό έργο της Κλινικής κι όλοι κολλούν στο ότι φέρει τον τίτλο «Γηροκομείο».
Πουθενά αλλού δε βρήκαμε τόσες προσφορές. Άσε τη θέα. Μπαλκόνι μεγάλο, πράσινο, πιάτο ο Βόλος και πουλιά. Χιλιάδες πουλιά. Οι άλλες Κλινικές ήταν κλουβιά κι οι καλύτερες είχαν τιμές ξενοδοχείου, χωρίς καμία άλλη προσφορά εκτός αν πλήρωνες έξτρα για το καθετί. Τριάντα και σαράντα ευρώ τη μέρα, πού να τα βρίσκαμε, παππού;

«Κλινική Ανιάτων Παθήσεων Γηροκομείου Βόλου» έγραφε η πινακίδα στην είσοδο. Εκεί στη λέξη «Γηροκομείο» κόλλησα κι εγώ στην αρχή, δεν ήξερα. Πολλοί άλλοι είναι ακόμα κολλημένοι, παρόλο που είδαν. Τι να τους κάνω; Τέτοια ταμπού τώρα δεν έχω. Κι αν είχα, με προσγείωσε η πραγματικότητα κι ο γιος σου. Όταν όμως έμαθα πως δεν υπήρχε άλλος τρόπος, για να είσαι εσύ καλύτερα κι εμείς μαζί σου, είπα το «ναι». Το πάλευα, βέβαια. Θα ήθελα να ήταν αλλιώς, αλλά… ανάθεμα τα οικονομικά μας. Εγώ δούλευα, θα έπρεπε να πάρω γυναίκα στο δικό μου σπίτι για τις ώρες που λείπω, δύσκολο να σ’ αλλάξω και να σε φροντίσω μόνη μου, έξτρα οι γιατροί για κάθε πρόβλημά σου, δύσκολα πράγματα, μπαμπά, ανυπέρβλητα εμπόδια. Τα κατάλαβες όμως, γι’ αυτό έκανες υπομονή, το πάλευες να περπατήσεις, για να μπορείς να μένεις και μόνος σου στο σπίτι μας. Το είχες πια δεχτεί ότι το χειμώνα θα μείνεις μαζί μας και κάναμε όνειρα κι οι δύο. Εκεί όμως που περπάτησες, έχασες για τα καλά τα λογικά σου. Έριξες μια γιαγιά απ’ το κρεβάτι, για να ξαπλώσεις εσύ, μάλωνες και έβριζες τις γλυκύτατες νοσοκόμες, έλεγες «χαζά» λόγια -σαν αυτά της Μίνας και χειρότερα- σε μένα που με σόκαραν, κι εκεί κολλήσαμε πάλι. Τότε τέθηκε θέμα μεταφοράς σου σε άλλη Νευρολογική Κλινική. Σου έδωσαν και ηρεμιστικά, για να κοιμίσουμε το χρόνο, μέχρι να γιατρευτείς. Αυτά, όμως σε κατέβαλαν. Κι όταν εγώ έκανα στην άκρη τη διαφορά του φύλου μας και τα «χαζά» σου λόγια, ήταν επικίνδυνο ακόμα πιο πολύ. Έπρεπε να σε προσέχω εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, να μη φύγεις και χαθείς, να μην κάψεις και καείς… Περιμέναμε να ξεπεραστεί ελαφρώς κι αυτό, μετά να έρθουν να κάνουν έλεγχο στο βηματοδότη, κάναμε όνειρα για τις γιορτές κι άλλα ήρθαν μετά και βρεθήκαμε πάλι στο Νοσοκομείο. Το σχέδιό μου ήταν δέκα-δεκαπέντε μέρες εκεί, μετά την Εντατική του Οκτώβρη, και μετά σπίτι μας. Είχα ετοιμάσει το δωμάτιο της Χαράς με χρώματα πορτοκαλί! Αλλά, είπαμε: «Όταν προγραμματίζουν οι άνθρωποι, ο Θεός γελάει».
-«Γράφω τις σκέψεις μου και χαζά χαζά, περνάει η ώρα. Είναι κι αυτό μια λύση».
-«Καλό. Δεν είναι κακό, Αύρα».




Αποσπάσματα απ' το : "Για σένα χόρευαν τα πουλιά, πατέρα..." εκδόσεις ΗΡΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ, ΒΟΛΟΣ.

Υγ. Μόνο που λόγω βιασύνης (μια ζωή!), δεν ξέρω αν έφερα ύλη απ' τα διορθωμένα αρχεία!
Άλλωστε, τί σημασία έχει; Εκείνο που θέλω να μείνει, θα μείνει...

Για σένα...

Τι σημασία έχουν τα λόγια;
Κάπου αλλού είναι σκόρπια...
Τρία χρόνια μετά, ο γιος σου, κι όμως, τόσο "συμπτωματικά", θέλησε να με πάει στα Χάνια και στα χιόνια!
Σούρουπο ήταν πάλι, ζήτησα "Στάση" μόνο στην Πορταριά και στην Μακρυνίτσα.
Δεν ήμουνα τόσο ζεστά ντυμένη, για παραπάνω κρύο...
Άλλη φορά στα Χάνια και στο χωριό μου!
Μέρα, αυτή τη φορά!




Απόσμασμα απ' το: "Για σένα χόρευαν τα πουλιά, πατέρα..." σελ. 95-96
Εκδόσεις ΗΡΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ - ΒΟΛΟΣ



«Τι θα κάνεις σήμερα;» τη ρώτησε ο Δημήτρης.
«Τίποτα. Θα πάω στον πατέρα σου, όπως κάθε μέρα. Γιατί; Πού πήγαινα άλλες μέρες, του απάντησε η δικιά μου.
«Απλά, σε ρωτάω», επέμενε εκείνος, λες και κάποιος του μαρτύρησε πως σήμερα θα πήγαινε στα μπουζούκια!
«Γιατί;»
«Λογάριαζα να σε ανεβάσω στα Χάνια, πριν πας στον πατέρα μου».
«Στα Χάνια;», επανέλαβε η δικιά μου με ένα μακρόσυρτο ερωτηματικό στον τόνο της. Δεν πίστευε στ’ αυτιά της!
Σιγά, κυρά μου! Στα Χάνια είπε θα σε πάει ο άνθρωπος! ΄Οχι στο φεγγάρι! Κοντά είναι!
«Ναι!», επανέλαβε με καμάρι ο δικός μου!
«Μα, δε θα προλάβουμε!», επέμενε η δικιά μου. Αχ, δικιά μου, είσαι και δύσκολη. Μάθε να πιάνεις τις χαρές! Δεν έρχονται κάθε μέρα, οι άτιμες!
«Θα προλάβουμε», τη διαβεβαίωσε εκείνος.
Πρόλαβαν πράγματι. Την κακή εξέλιξη της υγείας του παππού δεν πρόλαβαν, αλλά κι εκεί να ήταν, ο παππούς είχε πάρει να ανεβαίνει τα αψήλου πια…
Μόλις σχόλασε ο άντρας της, ήρθε στο σπίτι και την πήρε, πέρασαν και τάισαν βιαστικά το σκυλί, τον Ουντέζε, δεν έφαγαν οι ίδιοι να μην καθυστερήσουν κι ανηφόρισαν προς το Πήλιο. Εκεί που είχε ήλιο, δηλαδή μέχρι την Πορταριά, δεν είχε χιόνι, οπότε η δικιά μου δεν τράβηξε φωτογραφίες. Εκεί που είχε χιόνι δεν είχε ήλιο αλλά μια ομίχλη που δεν έβλεπες στα τρία μέτρα, απ’ ό,τι γράφει εδώ.
Νύχτωσε νωρίς. Ανέβηκαν και κατέβηκαν χωρίς να βγει καθόλου ο άντρας της απ’ το αυτοκίνητο. Εκείνη τράβηξε ελάχιστες φωτογραφίες. Δεν άξιζε τον κόπο. Μαύρο το χιόνι, σκοτάδια ατελείωτα, σίγουρα θα έβγαιναν σκοτεινές οι φωτογραφίες της. Στην επιστροφή σταμάτησαν στην Πορταριά σε ένα φούρνο κι η δικιά μου πήρε δυο μικρά ελιόψωμα κι ένα τυρόψωμο, γιατί είχαν λυσσάξει από την πείνα κι  ένα γιαουρτάκι για τον παππού. Τελευταία δεν τρώει όπως παλιά, σουβλάκια, μπιφτέκια, πίτες, γλυκά. Μόνο πολτοποιημένη τροφή είτε αυτή που του πηγαίνει η δικιά μου απ’ το σπίτι, είτε απ’ την Κλινική του Γηροκομείου κι αυτή του τη δίνουν με σύριγγα.
Ευτυχώς πρόλαβαν να τσιμπήσουν λίγο.
Έφτασαν στην Κλινική γρήγορα-γρήγορα. Το επισκεπτήριο άρχιζε στις 5:30 κι αυτοί έφτασαν στις 6 και 10. Δύσκολος δρόμος για Χάνια, ομίχλη, χιόνι από δω, χιόνι από κει, στενός ο δρόμος και να θες να τρέξεις, δεν μπορείς.
Χτύπησαν το κουδούνι, ν’ ανοίξουν την εξωτερική πόρτα οι νοσοκόμες. «Ποιος είναι;» ακούστηκε μια φωνή από μέσα.
«Παπ…», απ’ έξω.
Άνοιξαν χαρούμενοι την πόρτα. Μόλις μπήκαν, ακούστηκε μια φωνή:
«Ελάτε από τις σκάλες. Σας θέλω. Μόλις θα σας έπαιρνα τηλέφωνο».
Κόπηκαν τα πόδια τους. Ανέβαιναν δυο δυο τα σκαλιά στον πρώτο όροφο όπου βρίσκεται το γραφείο των νοσοκόμων, κοιτάζοντας τον ανήφορο να δουν τον άνθρωπο πίσω απ’ αυτή την ανησυχητική φωνή. Είχαν μεγάλη αγωνία ποιος τους φώναζε, τι είχε να τους ανακοινώσει.
«Το και το» τους είπε η κοπέλα, μια πολύ γλυκιά νοσοκόμα, όπως γράφει. «Το και το» έπαθαν κι αυτοί. Ε, μετά, γύρισε ο Δημήτρης με τα τυρόψωμα στο σπίτι, γιατί έπρεπε να κοιμηθεί, να ξαναπάει για δουλειά, το ελιόψωμο ευτυχώς το είχαν φάει στο αυτοκίνητο κι η δικιά μου με το ασθενοφόρο, τη νοσοκόμα και τον παππού πήγαν  στο Νοσοκομείο. 

παρακάτω:

«Ήσουν τόσο χαρούμενη χθες, που από μέσα μου σκεφτόμουν, να δεις που κάτι θα γίνει και θα μας τη χαλάσουνε…», μου έλεγε ο άντρας μου, ο γιόκας σου, παππού μου, την ώρα που με έφερνε απόψε στο Νοσοκομείο, κοντά σου. Είναι προληπτικός, βλέπεις, σαν εμένα.
-«Τώρα θα μου πεις, άμα δεν ταιριάζατε δε θα συμπεθεριάζατε. Σε πρόλαβα, Πέτρα!»
-«Συμφωνώ κα προσυπογράφω. Τάλε κουάλε είμαστε σ’ αυτά εμείς οι δυο, τα πιτσουνάκια».
Που λες, ξεχείλισε χθες η χαρά μου με το δώρο του να με πάει στα χιόνια. Ποια χιόνια; Νύχτα βρήκαμε, ομίχλες βαριές, μαύρα σκοτάδια κι άραχλα. Δύο στάσεις πεντάλεπτες κάναμε, εμένα μου βγήκε η γλώσσα να προλάβω, να τρέξω κανένα μέτρο παραπέρα, μπας και φωτογραφίσω –τάχα– διάφορα σημεία κι όχι τα ίδια και τα ίδια. ΄Ολα αυτά, για να τις ανεβάσω στο blog μου, να δει ο κόσμος τα χιόνια μας και τα Χάνια μας. Κυρίως! Γιατί χιόνια έχουν κι αλλού. Χάνια δεν έχουν όμως. Σ’ αυτά έχουμε την πλήρη κυριότητα και κατοχή τουλάχιστον!!!
-«Χάλια… δεν ξέρω! Αφού δε γνωρίζω, δεν απαντώ και ξεφεύγω το στρίμωγμα»
Ξύλιασαν τα χέρια μου.  Δεν τα όριζα απ’ την παγωνιά, βλέπεις δε φόρεσα τα γάντια, η ξεροκέφαλη, -πώς να χειριστείς τη φωτογραφική μηχανή με γάντια, καλέ; Κοροϊδευόμαστε τώρα; Πριν πάρουμε το δρόμο του γυρισμού, είπα να πιάσω λίγο χιόνι, να κάνω μια χιονόμπαλα για το καλό, να τη ρίξω πάνω στο αυτοκίνητο με δύναμη σαν παιδί που λαχταρά να παίξει, να χαρεί, να φαίνεται, κιόλας ότι είδαμε χιόνια, ότι το αυτοκίνητο γύρισε από τα χιονισμένα Χάνια. Τι παραπάνω έχουν δηλαδή οι άλλοι που χαίρονται το χιόνι στα μέρη τους, στο σπίτι τους, στην αυλή τους ή είχαν την άνεση να πάνε εκδρομή στα χιόνια κι εμείς δεν είχαμε;
Ας νιώσουμε βρε αδερφέ, είπα μέσα μου, κάτι παραπάνω απ’ αυτούς που θα δουν τις φωτογραφίες, γιατί περίπου ίδια θα νιώσουμε. Εκείνοι θα το απολαύσουν κιόλας, ενώ εγώ ξύλιασα, αγχώθηκα, έτρεξα, έκανα μιάμιση ώρα ταξίδι για να τα δω αυτά τα έρμα τα χιόνια μας!
Κάπου εκεί χαιρετώντας τα Χάνια και τα χιόνια, φυσικά, κοίταξα το δρόμο που τραβάει ντουγρού για το χωριό μου και μελαγχόλησα.
«Α, ρε χωριό μου! Δεν είναι καλά ο παππούς, αλλιώς θα ερχόμουνα!», σκέφτηκα. Πήγαν να με πάρουν τα δάκρυα, αλλά ο γιος σου δεν κατάλαβε τίποτα.
«Έλαμπα από χαρά», λέει!
Έλαμπα, άντρα μου. Έλαμπα! Σκέψου όμως να ήταν πιο νωρίς, να είχε ήλιο, να πηγαίναμε στο χωριό, να είχαμε περισσότερο χρόνο, να ήταν καλά ο παππούς, εκεί να δεις λάμψη! Ήλιος θα γινόμουνα, άντρα μου! Θα σ’ έκαιγα. Ας ήταν και νύχτα.
Χτύπησα τα παπούτσια καλά καλά πριν μπω στο αυτοκίνητο, γιατί ο γιος σου έχει ένα κόλλημα μ’ αυτό -εκτός από την έκτη αίσθηση- κι επειδή εγώ πάντα κοιτάζω τη θέα από ψηλά και γύρω μου αλλά ποτέ τι πατούν τα παπούτσια μου, μπήκα μέσα, τον φίλησα, τον ευχαρίστησα και φόρεσα τα γαντάκια μου τα κόκκινα αν και όψιμα.
Ναι, αυτά τα πλεχτά, τα παιδικά της Χαράς. Αυτά βρήκα μπροστά μου, αυτά πήρα. Τα κόκκινα, όχι τα μαύρα. Άκου μαύρα γάντια στο χιόνι! Πού ακούστηκε; Τα είχα δει κι αυτά, αλλά δεν τα ήθελα μαζί μου.
Ο γιος σου άρχισε να οδηγεί μες στην καλή χαρά. Τότε είδα ότι η μία και μοναδική χιονόμπαλα που είχα κάνει, απαλή -μη σκεφτείς πέτρα- είχε σκορπιστεί σε όλο το παρμπρίζ του αυτοκινήτου -απόρησα που δε με μάλωσε ή δεν έβαλε υαλοκαθαριστήρες ακόμα- και κατάντησε παχύρευστη βροχή. Σαν νερό…. Σαν παχύρευστα δάκρυα ….-άμα θέλουμε να το γυρίσουμε στο βαρύ.
Τώρα, όσο κι αν σπάω το κεφάλι μου να θυμηθώ, δεν έχω συγκρατήσει ούτε μια σκηνή που να δουλεύουν οι υαλοκαθαριστήρες. Μάλλον στέγνωσαν γρήγορα.
-«Τι να πω; Θα σε γελάσω».
Η ώρα περνούσε, ο ουρανός κατεβαίνοντας παρακάτω από την ομίχλη καμάρωνε με τα πανέμορφα σύννεφα στην επικράτειά του σε χρώματα σιέλ γκρι κι αποχρώσεις του μπλε. Ήθελα πολύ να τα φωτογραφίσω. Χρόνος, όμως δεν υπήρχε άσε που στη μηχανή δεν έχω έξτρα φλας, οπότε ήξερα από άλλες φορές πως αυτές οι φωτογραφίες πήγαιναν στράφι. ΄Επειτα, εσύ με περίμενες, δεν το ξεχνούσα αυτό. Έπρεπε να είμαι εκεί τουλάχιστον στις 6:30 να προλάβω να σε ταΐσω εγώ κι όχι τα κορίτσια. Τότε γιατί ερχόμουν; Για να πω ότι ήρθα ή για να βγάλω την υποχρέωση; Δεν ξαναείπα λοιπόν πουθενά «σταμάτα» στο γιο σου. Το είπα μόνο μια φορά όμως, παρακάτω, φτάνοντας στον Βόλο, όταν αντίκρισα ένα ωραίο χριστουγεννιάτικο αστέρι πάνω σε έναν μεγάλο πλάτανο.
«Εδώ, άντρα μου, θέλω να σταματήσεις. Μ’ αρέσει πολύ αυτό το αστέρι!»
Για πότε φρέναρε πάνω στη στροφή, για πότε βρεθήκαμε στην άκρη παρκαρισμένοι ούτε που κατάλαβα. Κι αυτός ο πλάτανος πήγε και ξεφύτρωσε χρόνια πολλά τώρα ατελείωτα, δίσεχτα και μη πάνω στη στροφή ακριβώς. Λες και δεν βρήκε μια ανάσα παραπέρα δρόμο να ακμάσει. Νομίζω σ’ εκείνη τη στροφή βρίσκω και φυτεία από αγριοκυκλάμινα. Απ’ ό,τι θυμάμαι από κει είχα ξεριζώσει κάποτε ένα. Αχ! αυτό το κυκλάμινο του βουνού! Μεγάλο εύρημα!!!

Σιγά που θα πήγαινα αλλού. Την ανηφόρα πήρα για να πάω κοντά στον πλάτανο και στο αστέρι. Βρισκόμουν τόσο κοντά σ’ ένα χρυσό αστέρι με μακριά ουρά, σιγά μη δεν πήγαινα.
Ποιος είδε αστέρι να κατεβαίνει στα πλατάνια, να το φτάνει να το πιάσει με τα χέρια και να μην το επιχειρήσει;
-«Εσύ το ’κανες; Άμα ήθελες, όμως, μπορούσες! Στοπ, τζιζ. Μπορεί να πάθεις ηλεκτροπληξία. Ποτέ δεν ξέρεις τι σου επιφυλάσσει ένα ψεύτικο αστέρι!»
-«Ποιος είδε γλάρο στο βουνό» που λέει και το τραγούδι, κι όμως διαψεύστηκε. Εγώ είδα στα βουνά και στην Ιάσονος. Δε θα παρασυρθώ όμως απ’ τους γλάρους. Αυτοί ξέρουν πόσο τους αγαπώ, γιατί τους φωτογραφίζω και τους ταΐζω σε καθημερινή βάση. Κοντεύουμε να γίνουμε οι γραφικοί ρομαντικοί της παραλίας και της Ιάσονος, αλλά δεν το μαρτυράμε παραπέρα. Μόνο στο Ίντερνετ αναρτούμε τη χαρά μας… Άσε κάποια πράγματα να τα ξέρουν μόνο αυτοί που μας βλέπουν. Μην τα αποκαλύπτουμε κι όλα!»
Να απλώναμε, λέει, τα χέρια μας τις νύχτες, όχι μόνο εγώ, να κατεβάζαμε ένα αστέρι απ’ τον ουρανό! Τι καλά που θα ήτανε! Να το χαϊδεύαμε με λατρεία, στη συνέχεια να το καβαλάγαμε σαν σκούπα μάγισσας που πετάει να μας ανεβάσει ψηλά, να μας ταξιδεύσει στα ωραία κι άπιαστα λημέρια του Θεού, να ατενίζαμε από ψηλά τη γη τη νύχτα!
Τι ωραία που θα ’τανε! Τι καλά!

παρακάτω (Ούτε ξέρω πιο αρχείο πέτυχα!)

Μετά τη στροφή δε σταματήσαμε ξανά. Μόνο εκεί, κυνηγώντας το χρυσό αστέρι. Μετά τρέξαμε πιο πολύ. Είχαν τελειώσει και τα χιόνια, φτάσαμε γρήγορα στην Κλινική. Εκεί μας περίμενε η είδηση. «Στη στροφή» είχες πει, «θα κατέβαινες», παππού. Το είχαν αποφασίσει στο συμβούλιο. Στο όνειρό σου.
Βλέπουν όνειρα οι παππούδες. Κι η μάνα έβλεπε. Κι εγώ βλέπω και πολύ κακά τελευταία. Τώρα πάντως θα δω την ώρα και θα πάω για τσιγάρο. Να κάνω το κορόιδο. Το θέμα «Γηροκομείο» και τα κορίτσια δεν είναι η ώρα τους. Όταν αρχίσει να μαλακώνει η πέτρα. ΄Η όταν σπάσει. Το Γηροκομείο θα είναι πάντα εκεί άλλωστε, όπως και τα κορίτσια του -οι γλυκές μου οι νοσοκόμες- να βοηθούν όλα τα γερόντια του Βόλου. Είναι ένα θέμα που ούτε ξεχνιέται, ούτε επιτρέπονται διαλείμματα για τσιγάρα.

Υγ. του απόψε
Θεέ μου, τί έγραφα και τί ένιωθα, τότε!
Πατέρα, αν ήξερες πόσο με άλλαξαν αυτά τα τρία χρόνια! Αν ήξερες! Ή, μήπως, ξέρεις;